σταβλίζομαι

σταβλίζομαι
σταβλίζομαι, σταβλίστηκα, σταβλισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σταβλίζομαι — σταβλίστηκα, καταλύω σε στάβλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”